κορμῶν

κορμῶν
κορμάζω
saw up into logs
fut part act masc voc sg
κορμάζω
saw up into logs
fut part act neut nom/voc/acc sg
κορμάζω
saw up into logs
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
κορμός
trunk
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… …   Dictionary of Greek

  • FICUS — I. FICUS Mauritaniae Caesar. opp. Anton. II. FICUS arbor et fructus. et quidem illa Plin. l. 15. c. 18. Amplissima est, quaedamque et pyris magnitudine aemula. Idem l. 12. c. 5. In India vero, ipsa se semper ferens, vastis diffunditur ramis:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκφλοιωτής — ο μηχανή που χρησιμοποιείται για το ξεφλούδισμα κορμών δέντρων ή για την αφαίρεση του περικαρπίου διαφόρων καρπών …   Dictionary of Greek

  • καμίνιασμα — το [καμινιάζω] 1. η κατάλληλη τοποθέτηση υλικού στο εσωτερικό τού καμινιού, π.χ. κορμών δέντρων ή ασβεστολίθων για την παρασκευή ξυλανθράκων ή ασβέστη 2. το καμίνευμα* …   Dictionary of Greek

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κορμίω — (Α) [κόρμος] (επιγρ. Κρήτης) κοσμώ, είμαι κοσμήτωρ, άρχω την αρχή τών κόρμων ή κόσμων στην Κρήτη …   Dictionary of Greek

  • κορμολογία — κορμολογία, ἡ (Α) πάπ. 1. η συλλογή κορμών 2. η διευθέτηση τής παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + λογία με σημ. «συλλογή» (< λογῶ < λογος …   Dictionary of Greek

  • μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”